- κλάπα
- η1) петля (дверная, оконная и т. п.); 2) шарнир; 3) наушник или наглазник (для лошади); πλ. шоры; 4) муз. клапан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες … Dictionary of Greek
κλάπα — η (λ. λατ.) 1. στρόφιγγα πόρτας, μεντεσές. 2. ο σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης. 3. το σίδερο με το οποίο συνδέονται μεταξύ τους δύο ή περισσότερες σανίδες. 4. η παρωπίδα των αλόγων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CLAVA — ramus ex utraque parte praecisus, et sic pro fuste et baculo est; ex Graeco κλάδα, quod idem cum κλάδος, ramus, apud Hesych. unde κλάβαν Aeoles fecêre, Latini Clavam. Hinc Clavam Herculis, ramum etiam vocant Latmi Poetae. Propert. Ille etiam Eleo … Hofmann J. Lexicon universale
GRALLATOR — apud Plaut. Amphit. Sc. Dii. vestram fidem v. 52, It. Poenul. Sc. 3. Act. 1. v. 27. Vinceretis cervum cursu vel Grallatorem gradu: pro quo in antiquissimis omnibus libris sic reperitur, vel clavatorem gradu. Nempe antiqui alicuius Grammatici… … Hofmann J. Lexicon universale
κλάπαι — κλάπαι, αἱ (AM, Μ και κλάποι, οἱ) βλ. κλάπα … Dictionary of Greek
κλάπος — κλάπος, ὁ (Μ) 1. το όργανο βασανισμοὺ ποδοκάκκη 2. γυναικείο ένδυμα που έφερε κεντήματα με σχήμα καρφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλάπα] … Dictionary of Greek
κλαπωτός — κλαπωτός, ή, όν (Μ) [κλάπα] 1. (για ενδύματα) αυτός που φέρει κεντήματα με σχήμα καρφιών 2. χρυσοκέντητος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κλαπωτά φορέματα με κεντήματα σε σχήμα καρφιών 4. φρ. «τέχνη κλαπωτή» η τέχνη τής κατασκευής κλαπωτών … Dictionary of Greek
κλαπώνω — (Μ κλαπώνω) [κλάπα] βάζω τα πόδια κάποιου σε ποδοκάκκη για να τόν βασανίσω … Dictionary of Greek
ρεζές — ο, Ν στρόφιγγα θύρας ή παράθυρου, μεντεσές, κλάπα, μάσκουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reze] … Dictionary of Greek
clapă — CLÁPĂ, clape, s.f. 1. Fiecare dintre dispozitivele instrumentelor muzicale de suflat, care servesc la închiderea sau la deschiderea unor orificii prin care trece curentul de aer ce produce sunetele; fiecare dintre elementele mobile ale… … Dicționar Român
παρωπίδα — η 1. δερμάτινη πλάκα προσαρμοσμένη με τα χαλινάρια στα πλάγια των ματιών των ζεμένων αλόγων ή μουλαριών, αλλιώς κλάπα. 2. μτφ., στενότητα αντίληψης, στενή, μονόπλευρη, δογματική στάση ανθρώπου απέναντι σε πολλά προβλήματα της ζωής: Αυτός έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)